φιρλατίζω
(ρ.)
φιρλατίζω
[firlaˈtizo]
Φάρασ.
φιρλατώου
[firlaˈtou]
Φάρασ.
Αόρ.
φιρλάτ’σα
[firˈlatsa]
Φάρασ.
Από τον αόρ. fırlattı του τουρκ. ρ. fırlatmak = εκσφενδονίζω με παραγωγ. επίθμ. -ίζω.