φισιλτού
(ουσ.)
φισιλτού
[fisilˈtu]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. fışıltı = ψιθύρισμα, μουρμουρητό.
Ψίθυρος
Τροποποιήθηκε: 03/07/2025