φισεκλίκι
(ουσ. θηλ.)
φισ̑εκλίχι
[fiʃeˈkliçi]
Φάρασ.
φισιακλίχ
[fisçaˈklix]
Μισθ.
Από το τουρκ. fişeklik = φυσιγγιοθήκη.
To φισεκλίκι, η φυσιγγιοθήκη
ό.π.τ.