φις
(επίθμ.)
φις
[fis]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. fış = κούφια αμύγδαλα, καρύδια ή φιστίκια (THADS, λ. fış)
Κούφιος
:
|| Φρ.
Φις καρύδ’
(Κούφιο καρύδι˙ Άηχη πορδή)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Συνών.
εύκαιρος :1, τσουρούκ, τσουρούκι :1, Συνών.
τσουρουκλούς, τσουρουνμούς