φιρλαντίζω
(ρ.)
φιρλαντίζω
[firlaˈdizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. fırlanmak = περιστρέφομαι, γυρίζω (THADS, λ. fırlanmak).
Περιστρέφομαι
Συνών.
κλώθω :4