φινίκος
(ουσ.)
φινίκος
[fiˈnikos]
Αραβαν.
φίνικος
[ˈfinikos]
Γούρδ.
φίνικα
[ˈfinika]
Αξ., Γούρδ., Μαλακ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. finik = κουτάβι (THADS, λ. finik VI).
Πβ.
ανίκι
Θωπευτ., κουτάβι, σκυλάκι, συνήθως έξυπνο και ευκίνητο