φιντέ
(ουσ. ουδ.)
φιdέ
[fiˈde]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. fide = νέο φυτό που θα μεταφυτευτεί, αντιδάν. από το ουσ. φυτεία = α) αρχ. φύτευση β) μεταγν. φυτεία, φυτό (Tietze 2016, λ. fide).
Το νεαρό φυτό