φίλι
(ουσ.)
φίλ'
[fil]
Ουλαγ.
Από το νεότ. ουσ. φίλι (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το μεσν. ουσ. φίλιν από το παλ. τουρκ. ουσ. fι̂l = ελέφαντας (< περσ. fīl) (Shurukov 2015: 225).
Ελέφαντας