φιλύρα
(ουσ.)
φιλύρα
[fiˈlira]
Σίλ.
Από το αρχ. ουσ. φιλύρα.
Φλαμουριά
:
Άνουμους τσάκωσεν τση φιλύρα μου
(Ο άνεμος έσπασε τη φλαμουριά μου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6