φιρέζι
(ουσ. ουδ.)
φιρέζι
[fιˈrezi]
Τσουχούρ., Φάρασ.
φιρα̈́ζι
[fiˈræzi]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. firez = α) καλλιέργεια β) ρίζες δημητριακών που μένουν μετά τη συγκομιδή γ) είδος αγκαθωτού φυτού δ) ξερά χόρτα ή λεπτά κλαδιά που χρησιμοποιούνται για προσάναμμα ε) καλαμιά (THADS 5, λ. firez, Redhouse).
Καλαμιά
ό.π.τ.
:
Χαρέ οι σερνιτσ̑οί κάφτουν τά φιρέζα, χαζιρλατούνι τα χωράφα
(Αυτό τον καιρό οι άντρες καίνε τις καλαμιές, ετοιμάζουν τα χωράφια)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.