ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φιρέζι (ουσ. ουδ.) φιρέζι [fιˈrezi] Τσουχούρ., Φάρασ. φιρα̈́ζι [fiˈræzi] Αφσάρ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. firez = α) καλλιέργεια β) ρίζες δημητριακών που μένουν μετά τη συγκομιδή γ) είδος αγκαθωτού φυτού δ) ξερά χόρτα ή λεπτά κλαδιά που χρησιμοποιούνται για προσάναμμα ε) καλαμιά (THADS 5, λ. firez, Redhouse).
Καλαμιά ό.π.τ. : Χαρέ οι σερνιτσ̑οί κάφτουν τά φιρέζα, χαζιρλατούνι τα χωράφα (Αυτό τον καιρό οι άντρες καίνε τις καλαμιές, ετοιμάζουν τα χωράφια) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.