φιλίκι
(ουσ.)
φιλίκι
[fiˈlici]
Σίλ.
φιίκι
[fiˈici]
Σίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. filik = μοχέρ (Tietze 2016: λ. filik II).
Είδος μαλλιού γκρί ανοιχτό ή άσπρο