ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φιδάτισσα (ουσ. θηλ.) φιδάτ'σσα [fiˈðatsa] Φάρασ. Από το νεότ. επίθ. ὀφιδάτος (Λεξ. Βλάχ. Βάιγ.) > φιδάτης, με το θηλ. παραγωγ. επίθμ. -ισσα.
Φίδαινα, σύζυγος του φιδιού : Λε της τζ' η φιδάτ'σσα: «Ο γαμπρός σας φίδι μα ένι, ένι ισάνι» (Και της λέει η φίδαινα: «Ο γαμπρός σας (δηλ. ο σύζυγός μου) δεν είναι φίδι, είναι άνθρωπος») Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.