φέρσιμο
(ουσ. ουδ.)
φέρσιμο
[ˈfersimo]
Γούρδ., Μαλακ.
φέρσ̑ιμο
[ˈferʃimo]
Αξ.
Από το νεότ. ουσ. φέρσιμον, το οπ. από το θ. φερ- του ρ. φέρω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο
Συμπεριφορά
ό.π.τ.