φενά
(επίθ.)
φενά
[feˈna]
Αραβαν., Ουλαγ.
φενάς
[feˈrnas]
Φάρασ.
Θηλ.
φενάσα
[feˈrnasa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. fena = α) άσχημος β) τρομερός γ) δυσάρεστος δ) επίρρ., άσχημα.
2. Ως επίρρ., άσχημα
Αραβαν.
Τροποποιήθηκε: 17/10/2025