ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φενά (επίθ.) φενά [feˈna] Αραβαν., Ουλαγ. φενάς [feˈrnas] Φάρασ. Θηλ. φενάσα [feˈrnasa] Φάρασ. Το τουρκ. επίθ. fena = α) άσχημος β) τρομερός γ) δυσάρεστος δ) επίρρ., άσχημα.
1. Δυσάρεστος, κακός, άσχημος Ουλαγ., Φάρασ. : Χάλι μ’ φενά ’ναι (Η κατάσταση μου είναι άσχημη) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. αβόλετος, γιαγίρι, πικρός, μαύρος
2. Ως επίρρ., άσχημα Αραβαν.