ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φελακέτ (ουσ. ουδ.) φελακέτ [felaˈcet] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. felaket = α) συμφορά β) ως επίθ., κακός, τρομερός.
Δυστύχημα, συμφορά : Αν το ήξευρεν το να έρτ' στο κεφάλι τ’ ούτσ̑α ένα φελακέτ, ασ' το χωριό ντέν έβγαισ̑κεν (Αν ήξερε ότι θα έρθει μιά τέτοια συμφορά στο κεφάλι του, δεν θα έβγαινε από το χωριό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ιρένγκι, γαζές, κακό