ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φεγγούσκος (ουσ.,επίθ.) φεγγούσκος [feŋˈguskos] Φάρασ. φεγγούσ̑κο [feŋˈguʃko] Αξ. Από το ουσ. φέγγος και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος ή το -ίτσικος με [i > u] από επίδρ. του υπερ. [g].
1. Φεγγάρι Φάρασ. : Ενότουνε α φενgούσκος (Είχε ένα φεγγάρι) Φάρασ. -Dawk. Συνών. αγίτετς :1, φεγγάρι :1, φέγγος
2. Φεγγαρόφωτο Φάρασ.
3. Πολύ φωτεινός -ή, -ό Αξ.