φεγγούσκος
(ουσ.,επίθ.)
φεγγούσκος
[feŋˈguskos]
Φάρασ.
φεγγούσ̑κο
[feŋˈguʃko]
Αξ.
Από το ουσ. φέγγος και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος ή το -ίτσικος με [i > u] από επίδρ. του υπερ. [g].
1. Φεγγάρι
Φάρασ.
:
Ενότουνε α φενgούσκος
(Είχε ένα φεγγάρι)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
αγίτετς :1, φεγγάρι :1, φέγγος
2. Φεγγαρόφωτο
Φάρασ.
3. Πολύ φωτεινός -ή, -ό
Αξ.