φελιάζω
(ρ.)
φελιάζω
[fe'ʎazo]
Γούρδ.
Από το ουσ. θηλειά, όπου και ν.ε. διαλεκτ. τύπ. θελιά, και φελιά, και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Προσράπτω, μπαλώνω
Συνών.
τσιγορεύω :1