τσιγορεύω
(ρ.)
τσιγορεύω
[tsiɣoˈrevo]
Αξ.
τσ̑ιγορεύω
[tʃiɣoˈrevo]
Αξ.
Παθ.
τσιγορεύουμαι
[tsiɣoˈrevume]
Αξ.
Υποτ.
τσιγορευτώ
[tsiɣoreˈfto]
Αξ.
Αγν. ετύμ.
Μπαλώνω, καρικώνω
Συνών.
φελιάζω :1