ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιβίτι (ουσ. ουδ.) τσιβίτι [tsiˈviti] Σινασσ. τσ̑ιβίτι [tʰʃiˈviti] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. çivit = α) λουλάκι β) διαλεκτ., γαλάζιο χρώμα (Tietze 2016, λ. çivid/çivit).
1. Λουλάκι Σινασσ.
2. Ως επίθ. πράσινος, καταπράσινος Φάρασ. : Τό χωράφι μας ένι 'κόμη βένατου τσιβίτι (Το χωράφι μας είναι ακόμη πράσινο, καταπράσινο) Φάρασ. -Αναστασ.