ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσεσίτι (ουσ. ουδ.) τσ̑εσ̑ίτι [tʃe'ʃiti] Σίλ., Φάρασ. τσ̑εσ̑ίτ' [tʃeˈʃit] Φλογ. τσ̑εσ̑ίσ̑' [tʃe'ʃiʃ] Αραβαν. τσ̑εσ̑έτι [tʃeˈʃet] Σίλ. Πληθ. τσ̑εσ̑ίτε [tʃeˈʃite] Φάρασ. τσ̑εσ̑έτια [tʃe'ʃetça] Σίλ. σ̑ισ̑ίτια [ʃi'ʃitça] Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. çeşit = δείγμα.
1. Είδος, δείγμα ό.π.τ. : Ένι μιά αγαdζά, ούλα τα τσ̑εσ̑έτια μεϊβά έσ̑ει τα απάνου του (Υπάρχει ένα δέντρο που έχει επάνω του όλων των ειδών τα φρούτα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Ψένκανε σα σπίτε τουνε δώδεκα τσ̑εσ̑ίτε φαΐα (Μαγείρευαν στα σπίτια τους δώδεκα ειδών φαγιά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τα κόσ̑κινα κειόσαν τέσσερα σ̑ισ̑ίτια (Τα κόσκινα ήταν τεσσάρων ειδών) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555
2. Ψιλικά, μικροπράγματα Φλογ. : Παίνισ̑καν σο Τοκάτ' ν’ αγοράσ’νε τσ̑εσ̑ίτ' (Πήγαιναν στην Τοκάτη να αγοράσουν ψιλικά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812