τσεσίτι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑εσ̑ίτι
[tʃe'ʃiti]
Σίλ., Φάρασ.
τσ̑εσ̑ίτ'
[tʃeˈʃit]
Φλογ.
τσ̑εσ̑ίσ̑'
[tʃe'ʃiʃ]
Αραβαν.
τσ̑εσ̑έτι
[tʃeˈʃet]
Σίλ.
Πληθ.
τσ̑εσ̑ίτε
[tʃeˈʃite]
Φάρασ.
τσ̑εσ̑έτια
[tʃe'ʃetça]
Σίλ.
σ̑ισ̑ίτια
[ʃi'ʃitça]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. çeşit = δείγμα.
1. Είδος, δείγμα
ό.π.τ.
:
Ένι μιά αγαdζά, ούλα τα τσ̑εσ̑έτια μεϊβά έσ̑ει τα απάνου του
(Υπάρχει ένα δέντρο που έχει επάνω του όλων των ειδών τα φρούτα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Ψένκανε σα σπίτε τουνε δώδεκα τσ̑εσ̑ίτε φαΐα
(Μαγείρευαν στα σπίτια τους δώδεκα ειδών φαγιά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τα κόσ̑κινα κειόσαν τέσσερα σ̑ισ̑ίτια
(Τα κόσκινα ήταν τεσσάρων ειδών)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
2. Ψιλικά, μικροπράγματα
Φλογ.
:
Παίνισ̑καν σο Τοκάτ' ν’ αγοράσ’νε τσ̑εσ̑ίτ'
(Πήγαιναν στην Τοκάτη να αγοράσουν ψιλικά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812