τσερέγκ
(ουσ. ουδ.)
τσερέγκ
[tseˈreg]
Από το τουρκ. ουσ. herek = κοντάρι, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. cerek, το οπ. απώτερα ελλ. αρχής από το πρώιμ. μεσν. ουσ. χαράκιον (Tietze 1955: 244).
Ξύλινο κοντάρι με το οποίο διαχωρίζονται τα σιτηρά από το άχυρο
Συνών.
σημάδι :6