τσερεύω
(ρ.)
τσ̑ερεύω
[tʃeˈrevo]
Φάρασ.
Αόρ.
τσέρεψα
[ˈtserepsa]
Φάρασ.
σέρεψα
[ˈserepsa]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. ἐκρέω, αορ. έξέρρευσα, όπου και μεσν. τύπ. ἐξέρεξα > εξέρεψα (Χατζιδάκις 1885: 537, βλ. και Dawkins 1916: 643).
Εκκρίνω, για περιττώματα