τσέφλο
(ουσ. ουδ.)
τσέφλο
['tseflon]
Μαλακ., Σινασσ.
τσέβλο
['tsevlo]
Αξ.
σέφλο
[ˈseflo]
Μισθ., Τσαρικ.
τσ̑έφος
[ˈtʃefos]
Φάρασ.
Πληθ.
τσέφοι
[ˈtsefi]
Φάρασ.
τσόφλιo
['tsofʎo]
Γούρδ.
τσόφιλιο
[ˈtsofiʎo]
Γούρδ.
Από το ουσ. κέλυφος (Ανδριώτης 1948: 27), ενώ κατά τoν Αρχέλαο (1899: 273) από το ουσ. ἐξώφλοιον.
1. Κέλυφος ή φλούδα καρπού
ό.π.τ.
:
Ντα σέφλα τ' γίν' δα σ' άλουγου
(Τα τσόφλια (του μήλου) τα δίνει στο άλογο)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Kαρυγιού τσόφιλιο
(Καρυδότσουφλο)
Γούρδ.
-Καράμπ.
2. Τσόφλι αβγού
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
'α πατήσουμε του 'βού τις τσέφοι
(Θα πατήσουμε τα τσόφλια του αβγού˙ Ήρθε η άνοιξη)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
|| Παροιμ.
Äρ να μη κρεμιστεί του νέγα Πάσκα το 'λτ'ινό τό τσ̑έφος στη 'η, ή άνοιξη τζ̑ό 'ρτσ̑εται
(Αν δεν πέσει κάτω στην γη το κόκκινο τσόφλι της Λαμπρής, το καλοκαίρι δεν έρχεται˙ Μετά το Πάσχα αρχίζει η καλοκαιρία)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Φλούδα φρούτου
Τσαρικ.