ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσέτενε (ουσ.) τσέτενε [ˈtsetene] Φλογ. τσέτ'νε [ˈtsetne] Φλογ. τσ̑άταλι [ˈtʃatali] Μισθ. Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çedene = σπόρος κάνναβης, όπου και τύπ. çetene. Ο τύπ. τσ̑άταλι με παρετυμολ. επίδρ. του ουσ. τσατάλι. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çatalca = σπόρος χόρτου που βρίσκεται μέσα σε κόκκους σιταριού και κριθαριού (THADS, λ. çatalca ΙΙΙ· Tietze 2016: λ. çedene).
Κάνναβη, καναβούρι ό.π.τ. Συνών. καναβούρι, κεντίρι