τσέτενε
(ουσ.)
τσέτενε
[ˈtsetene]
Φλογ.
τσέτ'νε
[ˈtsetne]
Φλογ.
τσ̑άταλι
[ˈtʃatali]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çedene = σπόρος κάνναβης, όπου και τύπ. çetene. Ο τύπ. τσ̑άταλι με παρετυμολ. επίδρ. του ουσ. τσατάλι. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çatalca = σπόρος χόρτου που βρίσκεται μέσα σε κόκκους σιταριού και κριθαριού (THADS, λ. çatalca ΙΙΙ· Tietze 2016: λ. çedene).