τσέτσι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑έτσ̑'
[tʃetʃ]
Δίλ.
Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. çeç = α) φούρκα λιχνίσματος β) αδρό κόσκινο γ) σωρός, στοίβα δ) στοίβα σιτηρών αφού αφαιρεθούν τα άχυρα.
Ο σωρός που απομένει μετά το αλώνισμα