ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιβουρκώνω (ρ.) τσ̑ιβουρκώνου [tʃivurˈkonu] Μισθ. Αόρ. τσ̑ιβουρκώχα [tʃivurˈkoxa] Μισθ. Πιθ. από το τουρκ. επίθ. kıvrık (<kıvır-) = α) διπλωμένος, τυλιγμένος β) κουλουριασμένος γ) για μανίκι, ανασηκωμένος δ) διαλεκτ., ως ουσ. αδύναμο παιδί και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω, αλλά πβ. και ποντ. τσουπρώνω = α) για καρπούς μένω ατροφικός, δεν μεστώνω, β) σουφρώνω, γ) σαπίζω δ) στεγνώνω.
1. Μαραίνομαι Μισθ. : Tσ̑ιβουρκώχα ντα γκιούλια (Μαράθηκαν τα λουλούδια) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ξιφροντίζω, ξουφρώνω
2. Ζαρώνω : Γιαΐ τσ̑ιβουρκώχης σου κιοσ̑ά; (Γιατί ζάρωσες στην γωνία;) Μισθ. -Κοτσαν.