τσιβουρκώνω
(ρ.)
τσ̑ιβουρκώνου
[tʃivurˈkonu]
Μισθ.
Αόρ.
τσ̑ιβουρκώχα
[tʃivurˈkoxa]
Μισθ.
Πιθ. από το τουρκ. επίθ. kıvrık (<kıvır-) = α) διπλωμένος, τυλιγμένος β) κουλουριασμένος γ) για μανίκι, ανασηκωμένος δ) διαλεκτ., ως ουσ. αδύναμο παιδί και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω, αλλά πβ. και ποντ. τσουπρώνω = α) για καρπούς μένω ατροφικός, δεν μεστώνω, β) σουφρώνω, γ) σαπίζω δ) στεγνώνω.
1. Μαραίνομαι
Μισθ.
:
Tσ̑ιβουρκώχα ντα γκιούλια
(Μαράθηκαν τα λουλούδια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ξιφροντίζω, ξουφρώνω
2. Ζαρώνω
:
Γιαΐ τσ̑ιβουρκώχης σου κιοσ̑ά;
(Γιατί ζάρωσες στην γωνία;)
Μισθ.
-Κοτσαν.