τσιβί
(ουσ.)
τσ̑ιβί
[tʃiˈvi]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Τσελτ., Φλογ.
Αρσ.
τσ̑ιβής
[tʃiˈvis]
Φάρασ.
Πληθ.
τσ̑ιβιά
[tʃiˈvʝa]
Αξ., Μισθ., Φλογ.
τσ̑ιβούχ̇ια
[tʃiˈvuxʝa]
Τροχ.
Νεότ. ουσ. τσιβί (Mackridge 2021: 58), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çivi = α) καρφί β) σφήνα.
β.
Βελόνα πλεξίματος
Φλογ.
:
Να το σαρντίσουμ' να το ποίκουμ' κουβάρ' και ύστερα να πλέξουμ' ποδόρτια μι τα τσ̑ιβιά
(Να το τυλίξουμε (ενν. το νήμα), να το κάνουμε κουβάρι και ύστερα να πλέξουμε κάλτσες με τις βελόνες
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Και φανέλλες πλέγουμ' μι τα τσιβιά, μι δύο τσ̑ιβιά
(Και φανέλλες πλέκουμε με τις βελόνες, με δύο βελόνες
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
γ.
Ξύλινη βέργα που πάνω της τύλιγαν το υφάδι
Μισθ., Φλογ.
:
Κλωθάρας τσ̑ιβί
(Αδράχτι
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
δ.
Γενικότ., ξυλαράκι
Μισθ.
3. Υνί
Μισθ.
:
Πρώτα σπάρισκαμ' μι δα χέρια, μι δα τσ̑ιβιά, μπασκί τίαλ’ ντα λέισκαν;
(Πρώτα σπέρναμε με τα χέρια, με τα υνιά, τάχα πώς τα έλεγαν;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
σαμπάν :2, σπαθί :2, υνί, υνίτσι
4. Μτφ., «καρφί«», προσβλητική κακεντρεχής κουβέντα
Αξ., Μισθ.
:
Με χέκεις τσ̑ιβιά
(Μου πετάς καρφιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Λαχτώ τσιβιά
(Σπρώχνω καρφιά˙ Δημιουργώ ή διαδίδω φήμες σκανδάλων)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Γούρσιν ντα τσ̑ιβιά
(Έστησε τα καρφιά˙ άρχισε τις διαβολιές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τροποποιήθηκε: 06/06/2025