ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιβί (ουσ.) τσ̑ιβί [tʃiˈvi] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Τσελτ., Φλογ. Αρσ. τσ̑ιβής [tʃiˈvis] Φάρασ. Νεότ. ουσ. τσιβί (για την σημ. 1· Mackridge 2021: 58), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çivi = α) καρφί β) σφήνα.
1. Καρφί ό.π.τ. : || Παροιμ. Το τσ̑ιβί βγαλλίσκει το τσ̑ιβί (Το καρφί βγάζει το καρφί˙ Οι εχθρικές ενέργειες αντιμετωπίζονται με όμοιες αντιδράσεις) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Μικρός μυτερός λοστός ή σουβλί Μισθ., Σίλατ., Τσελτ.
3. Ξύλινη βέργα που πάνω της τύλιγαν το υφάδι Μισθ., Φλογ. : Κλωθάρας τσιβί (Αδράχτι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
4. Γενικότ., ξυλαράκι Μισθ.
5. Υνί Μισθ. : Πρώτα σπάρισκαμ' μι δα χέρια, μι δα τσιβιά, μπασκί τίαλ' ντα λέισκαν; (Πρώτα σπέρναμε με τα χέρια, με τα υνιά, τάχα πώς τα έλεγαν;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
6. Μτφ., 'καρφί', προσβλητική κακεντρεχής κουβέντα Αξ., Μισθ. : Με χέκεις τσιβιά (Μου πετάς καρφιά) -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Λαχτώ τσιβιά (Σπρώχνω καρφιά˙ Δημιουργώ ή διαδίδω φήμες σκανδάλων) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γούρσιν ντα τσ̑ιβιά (Έστησε τα καρφιά˙ άρχισε τις διαβολιές) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
7. Βελόνα πλεξίματος Φλογ. : Να το σαρντίσουμ' να το ποίκουμ' κουβάρ' και ύστερα να πλέξουμ' ποδόρτια μι τα τσιβιά (Να το τυλίξουμε (ενν. το νήμα), να το κάνουμε κουβάρι και ύστερα να πλέξουμε κάλτσες με τις βελόνες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Και φανέλλες πλέγουμ' μι τα τσιβιά, μι δύο τσιβιά (Και φανέλλες πλέκουμε με τις βελόνες, με δύο βελόνες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812