σκεθί
(ουσ. ουδ.)
σ̑κεθί
[ʃceˈθi]
Μαλακ., Σίλατ., Φλογ.
σκεφί
[sceˈfi]
Δίλ., Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. σκεθθίν = α) κεντρί αράχνης β) βουκέντρα, καταγραφόμενο στους Μεουρσ. και Δουκ., και μαρτυρούμενο και σήμερα στην Κύπρ. στον τύπ. σ̑ετ-τίν. Βλ. Κριαρ., λ. σκεθθώ και Dawkins (1921: 51). Δεν είναι πιθανή για σημασιολογικούς λόγους η σύνδεση της λ. με τα ησυχιανά ρ. σκινθαρίζω και σκινθίζω = χλεύαζω, εμπαίζω, την οποία προτείνει ο Παντελίδης (1928: 411). Κατά τον Κοραή (Ἄτ. 4 505) η λ. από το αρχ. ουσ. ἀκάνθιον, πβ. και σκαθί ‘είδος πουλιού’ (< ἀρχ. ἀκανθίς) και για το αρκτ, [s] πβ. σκαντζόχοιρος < ἀκανθόχοιρος.
1. Καρφίτσα
Φλογ.
2. Καρφί, πρόκα
Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Φλογ.
:
Σα τρία τσ̑αταλούια στράdας απάν' τσ̑άχτανες ένα σκεφί
(Στο τρίστρατο κάρφωνες ένα καρφί (για να καταπολεμηθεί το κριθαράκι))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.