σκατό
(ουσ.)
σκατό
[skaˈto]
Μισθ., Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. σκατόν (στην σημ. 1), το οπ. με μεταπλ. από τον πληθ. σκατὰ του αρχ. ουσ. σκώρ (γεν. σκατός) (βλ. Χατζιδάκις ΜΝΕ Β΄ 14, 35).
1. Συνήθως στον πληθ., σκατά, κόπρανα
ό.π.τ.
:
Του χιόν' τσ̑είδι Χεού τα σκατά
(Το χιόνι είναι τα κόπρανα του Θεού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Πήιν στα σκατά
(Πήγε στα σκατά˙ Κατέληξε σε μιά χάλια κατάσταση)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
κακά
2. Μτφ., καθετί που βρωμάει
Μισθ.
Συνών.
κάκι