ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκάλα σκάλα [ˈskala] Δίλ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. Πληθ. σκάλες [ˈskales] Σίλ., Φλογ. Από το μεταγν. ουσ. σκάλα (στην σημ. 1), δάν. από το λατιν. scala. Η σημ. 2 μεσν.
1. Σύνολο από επίπεδες, οριζόντιες επιφάνειες διευθετημένες κατά ορθή γωνία και σε διαφορετικό ύψος, που χρησιμεύουν στην άνοδο και στην κάθοδο Σίλ. : Μια μιά κατεβαίνου τσ̑η σκάλα (Κατεβαίνω την σκάλα με την σειρά μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Δεν είχαμε κάσα. Πάνου 'ς̑ ση σκάλα τον βάνκαμε (Δεν είχαμε φέρετρο. Πάνω στην σκάλα τον βάζαμε τον αποθέταμε τον νεκρό) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142
2. Φορητή κατασκευή, συνήθως ξύλινη ή μεταλλική, από δύο κάθετα δοκάρια που συνδέονται με οριζόντια επίπεδα στοιχεία, τα σκαλοπάτια, και με την οποία γίνονται προσιτά σημεία στα οποία δεν φτάνει κάποιος ό.π.τ. : Σκάλα μας τσακώσ'κι (Η σκάλα μας έσπασε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σο παπόρ', σα σκάλες στάθηκαν δεξιά κι αριστερά άντρες από την Επιτροπή (Στο βαπόρι, στις σκάλες στάθηκαν αριστερά και δεξιά άντρες της Επιτροπής (για την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β
3. Φορείο για την εκφορά των νεκρών Σίλατ., Φλογ. : Στέκνισ̑καν και ψάλλισ̑καν και τρία φοράς φάιζάν το κάτω το σκάλα, παίνισ̑καν σα μορμόδια (Στέκονταν και έψελναν, και τρεις φορές χτύπαγαν κάτω τη νεκροφόρα, πήγαιναν στο νεκροταφείο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Λείψαντο λέισ̑καν, βάλλισ̑κάν το ση σκάλα τ', διέβαζάν το σην νεκκλησ̑ά, πεγάισ̑κάν το σα μορμόρια (Λείψανο το έλεγαν, το έβαζαν στη νεκροφόρα του, το διάβαζαν στην εκκλησία, το πήγαιναν στο νεκροταφείο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812