σίχος
(ουσ. αρσ.)
σ̑ίχος
[ˈʃixos]
Ανακ., Δίλ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. sihr = α) αποτροπαϊκή μαγεία β) μάγος. Εναλλακτικά, από το μεσν. ουσ. στοῖχος = ζώδια. Για τη σημ. πβ. μεσν. στοιχεῖον = δαίμονας.
1. Στοιχειό-φύλακας του σπιτιού, οικουρός δαίμων
Δίλ., Φλογ.
:
Σπιτιού σ̑ίχος
(Στοιχειό του σπιτιού)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ο σ̑ίχος βγαίν' τη νύχτα
(To στοιχειό του σπιτιού βγαίνει τη νύχτα)
Φλογ.
Σίχος ήταν ένα φοβόρ', να σε φάει σ̑ίχος, δράκος θέλει να πει, αργά νά 'ρθει σ̑ίχος να σε φάει
(Ο σίχος ήταν ένα φόβητρο, να σε φάει το στοιχειό, ο δράκος θα πει, αργά θα έρθει το στοιχειό να σε φάει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Το σπίτι μας έχ' σίχος
(Το σπίτι μας έχει στοιχειό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
2. Ζητιάνος
Σίλατ., Σινασσ.
:
Θα σε δώσωμ' το σ̑ίχο!
(Θα σε δώσουμε στο ζητιάνο, απειλή προς παιδιά)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333