ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σίχι (επίθ.) σίχ̇ι [ˈsɯxɯ] Τσουχούρ., Φάρασ. σίχι [ˈsiçi] Φάρασ. σίχου [ˈsixu] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. sık =πυκνός, όπου και διαλεκτ. τύπ. sıh.
Πυκνός ό.π.τ. : Τανιμαζούχα, ο τατάς τουν τα τέσ-σαρα τα φσ̑όχα του πάλι πάγασιν τα 'ς α̈ σίχ̇ι ορμάνι (Πρωί πρωί ο πατέρας τους πήγε πάλι τα τέσσερα παιδιά σε ένα πυκνό δάσος) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ.