σίχι
(επίθ.)
σίχ̇ι
[ˈsɯxɯ]
Τσουχούρ., Φάρασ.
σίχι
[ˈsiçi]
Φάρασ.
σίχου
[ˈsixu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. sık =πυκνός, όπου και διαλεκτ. τύπ. sıh.
Πυκνός
ό.π.τ.
:
Τανιμαζούχα, ο τατάς τουν τα τέσ-σαρα τα φσ̑όχα του πάλι πάγασιν τα 'ς α̈ σίχ̇ι ορμάνι
(Πρωί πρωί ο πατέρας τους πήγε πάλι τα τέσσερα παιδιά σε ένα πυκνό δάσος)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.