σιφσιντίζει
(ρ. απρόσ.)
σιφσιdίζ̑’
[sifsiˈdiʒ]
Τροχ.
Από το τουρκ. επίρ. şıp şıp = σταλιά σταλιά (πβ. τουρκ. ουσ. şıp ‘ξαφνικός ήρεμος ήχος’) και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Ψιχαλίζει
Συνών.
νταμλατίζω :2
Τροποποιήθηκε: 30/10/2025