ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιτίλι (ουσ.) σ̑ιτίλιν [ʃiˈtilin] Φάρασ. σ̑ιτίλι [ʃiˈtili] Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ. σιτίλ' [siˈtil] Μαλακ., Σινασσ. Θηλ. σίτλη [ˈsitli] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. sitil = κάδος, απώτερα αντιδάν. από το μεταγν. ουσ. σιτλίον < σίτλα < λατιν. situla. Πβ. αρμεν. sidl και κουρδ. sitil. Πβ. και πβ. Tietze (2019: λ. sitil ΙV).
1. Καρδάρα για το άρμεγμα Φάρασ. : 'φόdες ντα λιμέσκε, 'άχτσεν ντο σιτίλι. 'ύρτσεν ντα σένdα κούπα (Όπως τα άρμεγε, κλώτσησε την καρδάρα, την αναποδογύρισε) Φάρασ. -Dawk. Συνών. αλμεχτήρι, Πβ. πακράτσι
2. Χάλκινο δοχείο υγρών, κουβαδάκι ό.π.τ. : Έμbασε το φαΐ σο σ̑ιτίλιν 'μπέσου (Έβαλε το φαγητό στο δοχείο) Φάρασ. -Dawk. Την Πρωτοχρονιά πίρμου να ξημερώσει οι ναίτσις πααίγκαν ση βρύση, μο τα σιτίλα τσαι τα κουκούμα τσ̑αι φερίγκαν "το ταζό το νερό» (Την Πρωτοχρονιά πριν να ξημερώσει οι γυναίκες πήγαιναν στη βρύση με τα κουβαδάκια και τα κανάτια και έφερναν "το καινούργιο νερό») Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
3. Μικρό πιθάρι Φάρασ.