σιτάρι
(ουσ. ουδ.)
σιτάρι
[siˈtari]
Ποτάμ.
σ̑ιτάρ'
[ʃi'tar]
Ανακ.
στάρι
[ˈstari]
Σίλ., Τελμ., Τροχ.
στάρ’
[ˈstar]
Φερτάκ.
Από το μεταγν. ουσ. σιτάριον, υποκορ. του σῖτος. Ο τύπ. στάρι μεσν.