ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιτάρι (ουσ. ουδ.) σιτάρι [siˈtari] Ποτάμ. σ̑ιτάρ' [ʃi'tar] Ανακ. στάρι [ˈstari] Σίλ., Τελμ., Τροχ. στάρ’ [ˈstar] Φερτάκ. Από το μεταγν. ουσ. σιτάριον, υποκορ. του σῖτος. Ο τύπ. στάρι μεσν.
Σιτάρι ό.π.τ. : Στο δρόμο ραίνουν στάρι, ρύζ̑ι, σταφίδες κουφέτι (στον δρόμο ραίνουν στάρι, ρύζι, σταφίδες, κουφέτα) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σπέριξαμ' σιτάρια, κουκιά, φασόλια (σπέρναμε σιτάρι, κουκιά, φασόλια) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. γέννημα, κοκκί, ταχίλ