σιρτάτημα
(ουσ. ουδ.)
σιρτάτ’μα
[sirˈtatma]
Από το αορ. θ. του ρ. σιρταρντίζω, όπου και τύπ. σιρτατίζω, και παραγωγ. επίθμ. -μα ὀπου και τύπ. -ημα.
Αντίσταση