ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιριμλετίζω (ρ.) σιριμλετίζω [sirimleˈtizo] Φάρασ. σιριμλα̈́τίζω [sirimlæˈtizo] Αφσάρ. Από το ουσ. σιρίμι αναλογ. προς τις ρημ. δομές σε -λετίζω.
Επιδιορθώνω τσαρούχι ράβοντάς το με σιρίμι ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024