σιριμλετίζω
(ρ.)
σιριμλετίζω
[sirimleˈtizo]
Φάρασ.
σιριμλα̈́τίζω
[sirimlæˈtizo]
Αφσάρ.
Από το ουσ. σιρίμι αναλογ. προς τις ρημ. δομές σε -λετίζω.
Επιδιορθώνω τσαρούχι ράβοντάς το με σιρίμι
ό.π.τ.