σιρλίχ
(ουσ. ουδ.)
σ̑ι̂ρλι̂́χ
[ʃɯrˈlɯx]
Αραβαν.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. şırlık =σησαμέλαιο (Tietze 2019, λ. şırlan/şırlagan/şırlık).
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025