σιρλίχ
(ουσ. ουδ.)
σ̑ι̂ρλι̂́χ
[ʃɯrˈlɯx]
Αραβαν.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. şırlık =σησαμέλαιο (Tietze 2019: λ. şırlan/şırlagan/şırlıgan/şırlıgun/şırlık).