ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιρατζά (ουσ. ουδ.) σιρατζά [sɯraˈdza] Αξ. Πληθ. σιραϊdζάδια [siraˈdzaðʝa] Ανακ. Από το τουρκ. sıraca = χοιρίδωση (< περσ. sirāce سراجه). Πβ. και αρχ. χοιράδες (< χοιράς) ‘ασθένεια’.
Η ασθένεια χοιράδωση, τα χελώνια ό.π.τ. : || Φρ. Να βγάλεις τα σιραϊdζάδια (να βγάλεις χοιράδες, χελώνια, να πάθεις χοιράδωση˙ ως κατάρα) Ανακ. -Κωστ.Α.