σιρατζά
(ουσ. ουδ.)
σιρατζά
[sɯraˈdza]
Αξ.
Πληθ.
σιραϊdζάδια
[siraˈdzaðʝa]
Ανακ.
Από το τουρκ. sıraca = χοιρίδωση (< περσ. sirāce سراجه). Πβ. και αρχ. χοιράδες (< χοιράς) ‘ασθένεια’.
Η ασθένεια χοιράδωση, τα χελώνια
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Να βγάλεις τα σιραϊdζάδια
(να βγάλεις χοιράδες, χελώνια, να πάθεις χοιράδωση˙ ως κατάρα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.