ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιρελούς (επίθ.) σ̑ιρελούς [ʃireˈlus] Φάρασ. σ̑ιρα̈λούς [ʃiræˈlus] Αφσάρ. Από το τουρκ. επίθ. şıralı = α) χυμώδης β) διαλεκτ., που έχει μούστο. Πβ. και τουρκ. επιθ. şireli = σιροπιαστός.
1. Για φρούτο, χυμώδης ό.π.τ.
2. Αυτός που έχει μούστο ό.π.τ.