σιρελούς
(επίθ.)
σ̑ιρελούς
[ʃireˈlus]
Φάρασ.
σ̑ιρα̈λούς
[ʃiræˈlus]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. επίθ. şıralı = α) χυμώδης β) διαλεκτ., που έχει μούστο. Πβ. και τουρκ. επιθ. şireli = σιροπιαστός.
1. Για φρούτο, χυμώδης
ό.π.τ.
2. Αυτός που έχει μούστο
ό.π.τ.