ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιρμέ (ουσ. ουδ.) σιρμέ [sirˈme] Ποτάμ. Από το τουρκ. ουσ. sürme = α) κάτι που τραβιέται ή σύρεται β) σύρσιμο γ) σύρτης γ) συρτάρι.
Τρύπα στον πάτο του αμπαριού που έκλεινε με ένα κάθετο συρταράκι, που ανεβοκατέβαινε όποτε ήθελαν να πάρουν αλεύρι