σιρμέ
(ουσ. ουδ.)
σιρμέ
[sirˈme]
Ποτάμ.
Από το τουρκ. ουσ. sürme = α) κάτι που τραβιέται ή σύρεται β) σύρσιμο γ) σύρτης γ) συρτάρι.
Τρύπα στον πάτο του αμπαριού που έκλεινε με ένα κάθετο συρταράκι, που ανεβοκατέβαινε όποτε ήθελαν να πάρουν αλεύρι