σιρταρντίζω
(ρ.)
σιρτ͑αρντίζω
[sirtʰarˈdizo]
Φάρασ.
σιρτατίζου
[sirtarˈtizu]
Φάρασ.
σιρταρντώ
[sirtarˈdo]
Φάρασ.
σιρτ͑αρντώ
[sirtʰarˈdo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. sırtarmak (αὀρ. sırtartı) = α) αντιστέκομαι β) μαζεύω, στοιβάζω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Αντιστέκομαι
ό.π.τ.
2. Πιέζω
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Σιρταρντεί τα δανdάρε του, τσ̑αί τζ̑ο ψοφά
(Σφίγγει τα δόντια του και δεν ψοφά˙ Όταν κάποιος υπομένει τις δυσκολίες και δεν εγκαταλείπει τον αγώνα του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.