σισέκι
(ουσ. ουδ.)
σ̑ισ̑έκ'
[ʃi'ʃec]
Ανακ.
σ̑ισ̑α̈́κι
[ʃi'ʃæci]
Φάρασ.
σ̑έκ'
[ʃec]
Μαλακ.
σ̑έκια
['ʃeca]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. şişek = διετές πρόβατο.
1. Πρόβατο ηλικίας δύο ετών
Ανακ., Φάρασ.
2. Πρόβατο ηλικίας ενός έτους
Μαλακ.