σισές
(ουσ. αρσ.)
σ̑ισ̑ές
[ʃi'ʃæs]
Αφσάρ., Φάρασ.
σ̑ισ̑έ
[ʃi'ʃe]
Αραβαν., Σεμέντρ., Σινασσ., Φλογ.
σισέ
[siˈse]
Τροχ.
σ̑ουσ̑ά
[ʃu'ʃa]
Μισθ.
σ̑ισ̑ά
[ʃiˈʃa]
Σίλ., Φλογ.
Πληθ.
σ̑ισ̑έδε
[ʃiˈʃeðe]
Φκόσ.
σ̑ισ̑έδια
[ʃiʹʃeðʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. şişe (< περσ. şīşa) = α) μπουκάλι β) η ποσότητα υγρού που χωράει σε ένα μπουκάλι.
1. Μπουκάλι
ό.π.τ.
:
Επήρε το σ̑ισ̑έ και πέτασέν ντο ασ' το πένdζ̑ερε
(Πήρε το μπουκάλι και το πέταξε από το παράθυρο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ντάπου ντου σ̑ουσ̑ά μη ντου γιρακού
(Τάπωσε το μπουκάλι με το ούζο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έχου ένα σ̑ισ̑ά λάρι
(Έχω ένα μπουκάλι λάδι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Παίρισ̑καμ’ αασμός μι τα σ̑ίσ̑α
(Παίρναμε αγιασμό με τα μπουκάλια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Λάμbας σισέ
(Μπουκάλι λάμπας˙ Γυάλινο κάλυμμα λάμπας πετρελαίου)
-ΙΛΝΕ 1554
Συνών.
γιατούχα
2. Στον πληθ., βεντούζες
Φλογ.
:
Κόψετ' το σ̑ισ̑έδια
(Ρίξτε του βεντούζες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
3. Μαγικά φάρμακα
Φκόσ.