σιτσιρατίζω
(ρ.)
σιτσιραdίζω
[sɯtsɯraˈdɯzo]
Αξ.
σιτσ̑ιρατίζω
[sitʃiraˈtizo]
Μαλακ., Φάρασ.
σιτσιραdού
[sɯtsɯraˈdu]
Ουλαγ.
σιτσ̑ιρατώ
[sitʃiraˈto]
Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
σιτ͑σ̑ιρατώου
[sitʰʃiraˈtou]
Φάρασ.
τσιραΐζω
[tsira'izo]
Μισθ.
Αόρ.
σιτσ̑ιράτ’σα
[sitʃiˈratsa]
Μαλακ., Φερτάκ.
σιτσ̑ιράσα
[sitʃiˈrasa]
Τελμ.
σιτσ̑ιράισα
[sitʃiˈraisa]
Σίλ.
Από το αόρ. sıçradı του τουρκ. ρ. sıçramak= εκτινάζομαι, τινάζομαι. Πβ. και sıçratmak = πιτσιλίζω. Ο τύπ. τσιραΐζω από τον τουρκ. διαλεκτ. τύπ. sıçıramak με αποβολή της συλλαβής si- (????)
1. Για υγρό, εκτοξεύομαι σε μορφή σταγόνας, πιτσιλίζω
Ουλαγ., Φάρασ.
:
Ντο λερό σιτσιραdά
(το νερό εκτοξεύεται σε μορφή σταγόνας)
Ουλαγ.
-Κεσ.
2. Πηδώ προς τα πάνω, τινάζομαι, πετιέμαι
ό.π.τ.
:
Και μί το πέρνανεν, σιτσ̑ιράσεν σου qοτζ̑ά qαριδιού σο παράφτερο ένα γιουνgά
(και καθώς περνούσε, ένα πελεκούδι πετάχτηκε μέσα στην φούστα της γριάς γυναίκας)
Τελμ.
-Dawk.
Πατισ̑άχου ντο κορίσ̑’ έβηχσε, και το μο̈χΰρ άπ’ το στόμα τ’ σιτσ̑ιράτ’σε
(του βασιλιά η κόρη έβηξε και το δακτυλίδι με το σφραγιδόλιθο πετάχτηκε από το στόμα της)
Φερτάκ.
-Dawk.
Το λαχτόρι […] στέρου σιτσιράτσεν σ’ απού τη χαραή
(ο κόκορας ύστερα πήδηξε στης αλεπούς τη μούρη)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Τσιράδα γούπα τσ’ έλα τσιαού
(πήδα το χαντάκι και έλα εδώ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
3. Έχω ρίγη
Σίλ.
:
Σιτσ̑ιράισα οπ’ κυριό
(Με έπιασε ρίγος από το κρύο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
4. Μτφ., αιφνιδιάζομαι
Φλογ.