ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιχής (επίθ.) σιχ̇ής [sɯˈxɯs] Φάρασ. σικ̇ί [sɯˈkɯ] Ουλαγ. σιχί [siˈçi] Σινασσ. σουχού [suˈxu] Ανακ. σ̑ιχός [ʃiˈxos] Φλογ. σιχισί [siçiˈsi] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. sıkı = α) σφιχτός β) αυστηρός γ) τσιγγούνης δ) ως ουσ., πιεστική ανάγκη
1. Σφιχτός Φάρασ.
2. Οικονόμος, που καταναλώνει με φειδώ Φάρασ.
3. Βλοσυρός Φλογ.
4. Ως ουσ., η στενοχώρια Ουλαγ., Φάρασ. : Απ’ ψυ’ή τ’ ντο σικ̇ί χασταλάν’σε (από της ψυχής του τη στενοχώρια αρρώστησε) Ουλαγ. -Κεσ. Μέγο τζαν σιχισί (μεγάλο σφίξιμο στην καρδιά, μεγάλη στενοχώρια. Πβ. τουρκ. can sıkmak = δυσαρεστώ, στενοχωρώ) Φάρασ. -Παπαδ.
5. Ως επίρρ., σφικτά Σινασσ. : Σιχί σιχίγια (σφιχτά. Πβ. τουρκ. φρ. sıkı sıkıya = σφικτά) Σινασσ. Πβ. σίχα
β. Σε σοβαρή κατάσταση Ανακ. : Πολύ σουχού είναι χασταλού (είναι πολύ σοβαρά ο άρρωστος ) Ανακ. -Κωστ.Α.