σιχής
(επίθ.)
σιχ̇ής
[sɯˈxɯs]
Φάρασ.
σικ̇ί
[sɯˈkɯ]
Ουλαγ.
σιχί
[siˈçi]
Σινασσ.
σουχού
[suˈxu]
Ανακ.
σ̑ιχός
[ʃiˈxos]
Φλογ.
σιχισί
[siçiˈsi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. sıkı = α) σφιχτός β) αυστηρός γ) τσιγγούνης δ) ως ουσ., πιεστική ανάγκη
1. Σφιχτός
Φάρασ.
2. Οικονόμος, που καταναλώνει με φειδώ
Φάρασ.
3. Βλοσυρός
Φλογ.
4. Ως ουσ., η στενοχώρια
Ουλαγ., Φάρασ.
:
Απ’ ψυ’ή τ’ ντο σικ̇ί χασταλάν’σε
(από της ψυχής του τη στενοχώρια αρρώστησε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Μέγο τζαν σιχισί
(μεγάλο σφίξιμο στην καρδιά, μεγάλη στενοχώρια. Πβ. τουρκ. can sıkmak = δυσαρεστώ, στενοχωρώ)
Φάρασ.
-Παπαδ.
5. Ως επίρρ., σφικτά
Σινασσ.
:
Σιχί σιχίγια
(σφιχτά. Πβ. τουρκ. φρ. sıkı sıkıya = σφικτά)
Σινασσ.
Πβ.
σίχα
β.
Σε σοβαρή κατάσταση
Ανακ.
:
Πολύ σουχού είναι χασταλού
(είναι πολύ σοβαρά ο άρρωστος
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.