σίχτημα
(ουσ. ουδ.)
σίχτημα
[ˈsixtima]
Μαλακ.
σούχτημα
[ˈsuxtima]
Μισθ.
Από το ρ. σιχτώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Σφίξιμο
Μαλακ.
2. Στύψιμο
Μισθ.