ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκαμπίλι (ουσ.) σκαμbίλι [skambiˈli] Μισθ., Σίλ. Πληθ. σκαμbίλια [skambiˈʎa] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. iskambil = α) τραπουλόχαρτα β) είδος χαρτοπαιγνίου (< γαλλ. brusquembille/ briscambille).
Είδος χαρτοπαιγνίου ό.π.τ. : Γούτσ̑α ντου σα σκαμbίλια (Τον κέρδισα στα σκαμπίλια) Μισθ. -Κοτσαν.