σκαμπίλι
(ουσ.)
σκαμbίλι
[skambiˈli]
Μισθ., Σίλ.
Πληθ.
σκαμbίλια
[skambiˈʎa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. iskambil = α) τραπουλόχαρτα β) είδος χαρτοπαιγνίου (< γαλλ. brusquembille/ briscambille).
Είδος χαρτοπαιγνίου
ό.π.τ.
:
Γούτσ̑α ντου σα σκαμbίλια
(Τον κέρδισα στα σκαμπίλια)
Μισθ.
-Κοτσαν.