σκάρα
(ουσ.)
σκάρα
[ˈskara]
Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. σκάρα, το οπ. από το αρχ. ἐσχάρα = τζάκι, εστία.