ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκάφη (ουσ.) σκάφη [ˈskafi] Μισθ., Σίλ. σκάφ' [skaf] Ανακ. σκάφα [ˈskafa] Ανακ., Ποτάμ. Αρχ. ουσ. σκάφη.
Σκάφη, μεγάλο βαθύ σκεύος για πλύσιμο ή ζύμωμα ό.π.τ. : Ισλάντσ̑ισά τα τσ̑η σκάφην ένα ένα (Τα μούσκεψα στην σκάφη ένα ένα, ενν. τα ρούχα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κοφτίσκαμ’ ντου, γιομούναμι ένα σκάφη (Το κόβαμε (ενν. το ζυμάρι), γεμίζαμε μιά σκάφη) Μισθ. -VLACH Του σκάφας το ξύσμα κάνισκάν το πρισφορά μικρό και το ‘τρωγεν καλόγρια (Με τα ξύσματα που απέμεναν στην σκάφη έφτιαχναν ένα μικρό πρόσφορο, που το έτρωγε η καντηλανάφτισσα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326 || Ασμ. Του ψωμί μου 'ς τ͑ανdούρι 'ναι, ζουμάρι μου στσ̑η σκάφη 'ναι (Το ψωμί μου είναι στον φούρνο, το ζυμάρι μου στην σκάφη είναι) Σίλ. -Κωστ.Σ.